- οιστρόδονος
- οἰστρόδονος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) βλ. οιστροδόνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰστροδόνου — οἰστρόδονος masc/fem/neut gen sg οἰστροδόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek